- πολυσημαντωρ
- πολυσημάντωρπολυ-σημάντωρ-ορος adj. m повелевающий многим
(Ἀϊδωνεΰς HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀϊδωνεΰς HH.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πολυσημάντωρ — giving commands to many masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσημάντωρ — ορος, ὁ, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Άδη) αυτός που εξουσιάζει, που επιτάσσει και διοικεί πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σημάντωρ (< σημαίνω)] … Dictionary of Greek